- ακροβόλος
- ἀκροβόλος, -ον (Α)ο ακροβολιστής*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -βόλος < βάλλω.ΠΑΡ. ἀκροβολῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακρόβολος — ἀκρόβολος, ον (Α) αυτός που χτυπήθηκε στην κορυφή από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + βόλος < βάλλω. ΠΑΡ. ἀκροβολίζομαι, ἀκροβολῶ αρχ. ἀκροβολία (ΙΙ)] … Dictionary of Greek
ἀκροβόλων — ἀκρόβολος struck from afar masc/fem/neut gen pl ἀκροβόλος struck from afar masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβολισταί — ἀκροβόλος struck from afar masc nom/voc pl ἀκροβολιστής mounted bowman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβολιστῶν — ἀκροβόλος struck from afar masc gen pl ἀκροβολιστής mounted bowman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβόλοι — ἀκροβόλος struck from afar masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρόβολοι — ἀκρόβολος struck from afar masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροβολίζομαι — (Α ἀκροβολίζομαι) [ἀκρόβολος] νεοελλ. (Στρατ.) 1. αναπτύσσομαι σε αραιή τάξη ή φάλαγγα (βλ. ακροβολισμός) 2. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη, αψιμαχώ αρχ. 1. μάχομαι από μακριά,… … Dictionary of Greek
αρτίτοκος — ἀρτίτοκος, ον (Α) 1. ο νεογέννητος 2. αυτός που γεννήθηκε υγιής και αρτιμελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτί + τοκος < τόκος. Ο τ. προπαροξύνεται λόγω της παθητικής του σημασίας, αντίθετα προς τον παροξύτονο, ενεργητικής, μεταβατικής σημασίας τ. αρτιτόκο … Dictionary of Greek
ἀκροβολιστάς — ἀκροβολιστά̱ς , ἀκροβόλος struck from afar masc acc pl ἀκροβολιστά̱ς , ἀκροβόλος struck from afar masc nom sg (epic doric aeolic) ἀκροβολιστά̱ς , ἀκροβολιστής mounted bowman masc acc pl ἀκροβολιστά̱ς , ἀκροβολιστής mounted bowman masc nom sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροβολία — (I) και ακροβολιά, η σκόπιμη βοσκή που γίνεται στα άκρα τών σπαρμένων κυρίως αγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + βολή]. (II) ἀκροβολία, η (Α) [ἀκρόβολος] αψιμαχία, ακροβολισμός … Dictionary of Greek